- καλούμα
- και καλούμπα, ηο σπόγγος που τυλίγεται γύρω από μικρό κομμάτι ξύλο και χρησιμοποιείται για την ανύψωση τών παιδικών χαρταετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma < κάλυμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλούμα — καλούμα, η και καλούμπα, η (λ. ιταλ.), σπάγκος που χρησιμοποιείται για την ανύψωση χαρταετού: Μάζεψε την καλούμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλούμπα — η βλ. καλούμα … Dictionary of Greek
καλουμάρω — άρισα ή αρα, καλουμαρισμένος (λ. ιταλ.), αφήνω καλούμα ώστε να αυξηθεί το μήκος του σχοινιού ή της αλυσίδας που στο άκρο τους είναι δεμένη άγκυρα, βάρκα κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)